- αεροπληθής
- -έςο γεμάτος αέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + -πληθής < πλήθοςη λ. πλάστηκε από τον ποιητή Ιωάννη Καρασούτσα, κατά το πρότυπο τών πολλών αρχαίων συνθέτων λ. σε -πληθής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
ανθρακοπληθής — ( ούς), ές ο ανθρακοβριθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + πληθής < πλήθος < πίμπλημι (πρβλ. γυναικοπληθής, αεροπληθής, αστεροπληθής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek